Τι είναι η Μαντινάδα


Του Αδαμάντιου  Γ. Κρασανάκη
(Επίτιμου Δ/ντη Υπ. Πολιτισμού)


Μαντινάδα λέγεται το ποίημα που αποτελείται από δυο δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους με ολοκληρωμένο νόημα  και συνάμα μαντατεύει κάτι, δηλαδή στέλνει ένα μαντάτο = κρητικά το μήνυμα, η απόκριση ή η είδηση κλπ, που στέλνει κάποιος στην αγαπημένη του και το αντίθετο, διαφορετικά έχουμε άλλου είδους ποίημα:  μοιρολόι, νανούρισμα κλπ, πρβ:
_K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
και να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ' αγάπης τα μαντάτα ….
(Ερωτόκριτος Α. στίχοι 363 - 364, Β. Κορνάρος 1553– 1613)

_Και με την άκραν του ματιού μαντάτο τση μηνούσι
 και μετ' αυτό τον Πόθον τως τση λεν κι ομολογούσι..
(Ερωτόκριτος Α. στίχοι 1101 - 1103, Β. Κορνάρος 1553– 1613)

_Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Hλιού σιμώνει,
που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει …
(Ερωτόκριτος Γ στ 1509-1510, Β. Κορνάρος 1553– 1613)

_Μ’ ας πάγω στο σκολειό κι εγώ, κι ύστερα να γυρέψω
Τον κύρη του τον Νικολό να τονε μαντατέψω.
(Κατζούρμπος Αρμένης-Δάσκαλος στίχος 311-312, Γ. Χορτάτσης 1550–1610)

«Πρόβαλε, κορασίδα μου, πρόβαλε, πεθυμιά μου
Να δώσης φως στα μάτια μου και δρόσος στην Καρδιά μου.
Δεν ειν κιανείς εις στο στενό, κι εγνοια κιαμιά μην έχεις»
Φτωχή, τη σημερνή δουλειά, τάχα να την κατέχεις
(Γ. Χορτάτσης, 1550 – 1610, «Κατσούρμπος», πράξη δεύτερη, στ. 157-160)

Απλά και κατ’ επέκταση  μαντινάδα λέγεται κάθε δίστιχο με δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους και ως εξ αυτού λέγεται:
_Πολλοί ρωτούν να μάθουνε, ιντά ΄ναι οι μαντινάδες:
Χαρές, αγάπες και καημούς, μέσα σε δυο αράδες.
_Στην Κρήτη πάει η λεβεντιά και η αντρειοσύνη αντάμα
και μαντινάδα γίνεται το γέλιο και το κλάμα.
Σαν είναι ο τράγος δυνατός, δεν τονε σταίνει (κρατά) η μάντρα
Ο άνδρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα (Ελευθέριος Βενιζέλος)
Οι 15 σύλλαβοι στίχοι της μαντινάδας διαιρούνται σε τέσσερα ημιστίχια από τα οποία το 2 με το 4 ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα και τα άλλα, το 1 με το 3. προαιρετικά:
Στέ-λνω σου χαι-ρε-τι-σμα-τα
μ’ έ-ν’ ά-σπρο πε-ρι-στέρι = 15 συλλαβές = ο 1ος στίχος
Κιη - Πα-να-γί-α –κιο- Χρι-στός
γρή-γο-ρα να σε φέ-ρει.  = 15 συλλαβές    = ο 2ος στίχος
Η μαντινάδα κανονικά είναι δίστιχη ρίμα,  που είναι είδος ποιήματος που δημιουργήθηκε στην Κρήτη επί εποχής ενετοκρατίας της (1204 – 1669) και γι αυτό και φέρει ιταλογενενή ονομασία: ρίμα/ριμάδα = ιταλικά rimare / rima  ( από το ελληνικό: η ρύμη, εν τη ρύμη του λόγου, ρυμοτομία, ρυθμός).
 Η λέξη μαντινάδα είναι κρητική, όμως παράγεται από το ιταλικό ρήμα mando/ mandare (σε συμφυρμό με το συγγενικό ελληνικό μαντεύω). Το ιταλικό ρήμα mando έχει θέμα mandin-o στην υποτακτική και προστακτική, καθώς και στο υποκοριστικό του ρηματικού του ουσιαστικού: mando > μαντάτο > mand(at)-ino > μαντινάδα. Από τα ιταλικά είναι και οι λέξεις: σερενάδα, από το  sera (sereno, buona sera) > serenata > σερενάδα, καντάδα, από το cado (από το ελληνικά κάδω - άδω)> cantata > κανταδα   κ.α. 

Η μαντινάδα καταρχήν συνδέθηκε  με τους χρησμούς, τον κλήδονα, καθώς και με τη συνήθεια των Κρητών και ιδιαίτερα των νέων να  μαντατεύουν, δηλαδή να στέλνουν ο ένας στον άλλο διάφορα μαντάτα (μηνύματα) εκφράζοντας ποιητικά τα συναισθήματά τους (αγάπη, έρωτα, ευχές, καρδιοχτύπια κλπ), αλλά και τα νέα τους, τα πάσης φύσεως μαντάτα:
_Η μαντινάδα τη δουλεία του τηλέγραφου κάνει
πέμπει ο νιος τα σήματα κι η κοπελιά τα πιάνει (Γ. Λέκας)

_Έβγα στο παραθύρι σου να γίνει η νύχτα μέρα,
να πάρει ανάσα η καρδιά και το κορμί μου αέρα.
_Είσαι για μένα η χαρά το νόημα του κόσμου,
ζωή δε θέλω ούτε λεπτό χωρίς εσένα φως μου.
_Υπάρχουν θάλασσες, στεριές, ήλιοι, φεγγάρια, αστέρια
μα ‘γώ προτίμησα να ζω σκλάβος (α) στα δυο σου χέρια.
_Γελάς κι ανθίζουν γιασεμιά και βγαίνουνε τ’ αστέρια,
κι’ όλου του κόσμου τσι χαρές κρατείς στα δυο σου χέρια
_Εσύ μου κάνεις τη ζωή χαρούμενη κι ωραία,
εσένα θέλω, αγάπη μου, παντοτινή παρέα
Οι μαντινάδες είναι η πιο συνηθισμένη μορφή της κρητικής ποίησης και σήμερα αποτελούν τη μετρική βάση της κρητικής μουσικής και κατ’ επέκταση της κρητικής όρχησης. Με μαντινάδες εκτελούνται όλοι οι κρητικοί χοροί και με μαντινάδες οι Κρήτες εκφράζουν τα συναισθήματα τους στους εορτάζοντας, στους αγαπημένους ή στις αγαπημένες τους, επίσης στο γαμπρό,  στη νύφη, στο κουμπάρο, στο νεογέννητο κλπ., παντού:
_Να ζήσουν  νύφη και γαμπρός χωρίς καημό και βάρος
ο πεθερός, η πεθερά, οι φίλοι, κι ο κουμπάρος.
 _Γαμπρέ τη νύφη ν' αγαπάς να μην τηνε μαλώνεις
σαν το σγουρό βασιλικό να τηνε καμαρώνεις

_Μέρες που δέχεσαι ευχές, δέξου και μια από μένα
Χρόνια πολλά. Χρόνια καλά, χρόνια ευτυχισμένα
_Στην εορτή σου εύχομαι πάντα χαρά και γέλιο
κι η ευτυχία να γενεί στο σπίτι σου θεμέλιο.
_Φεγγάρι από τον κήπο μου όλες τσι βιόλες κόψε
Και να τσι πας στο σπίτι τσης απού γιορτάζει απόψε.

Παλιά τα πανηγύρια στην Κρήτη πουλιόντουσαν ωραία ζαχαρωτά σαν καρδιά που λεγόταν «μαντινάδες» και τα οποία αφενός αντάλλασαν μεταξύ τους οι αγαπημένοι και αφετέρου ονομάζονταν έτσι, επειδή σε κάθε ένα από αυτά ήταν καρφωμένο σαν το τόξο του έρωτα ένα χαρτάκι στρουφιγμένο ως οδοντογλυφίδα στο οποίο μέσα ήταν γραμμένη μια μαντινάδα. Επίσης πουλιόντουσαν και ημερολόγια που σε κάθε μέρα έγραφε και μια μαντινάδα.


«Κι όταν το Βαγγελιό μάκουε να λέω πως μόνον αυτήν αγαπούσα και μέβλεπε να τραβιούμαι από τάλλα κορίτσια, πούθελαν να με φιλήσουν, κέτρεχα σαυτήν, ενθουσιαζόταν αληθινά, μέσφιγγε στην αγκαλιά της και με καταφιλούσε. Μούμαθε και μια πεισματική μαντινάδα  να τη λέω στις αντίζηλές της.
    Μιαν η γιαγάπη παγαπώ, μια 'νε μα το Θεό μου,
    Και τσ' άλλες παίζω και γελώ, για να περνά ο καιρός μου.
Σε κάμποσον καιρό γίνηκε ο γάμος μιας ξαδέρφης μου. Καλεσμένο το Βαγγελιό, καλεσμένος κιο Γιάννης· εκεί κ' εγώ, που να μην είχα πάει. Στο χορό βλέπω το Γιάννη να κρατή το Βαγγελιό κιανάβει η ζήλια μου. Κεπειδή όλοι γνώριζαν την αγάπη μου, με κοίταζαν με πονηρή περιέργεια. Κένας απ' έξω από το χορό μούπε μια πειραχτική μαντινάδα:
    Ξανοίξετε το μπόι του, δέτε και τη θωριά του,
    Και θέλει κιαγαπητική, διάλε την αθρωπιά του.
 — Απηλοήσου του,( απάντησε του) μου ψιθύρισε κάποιος από δίπλα μου. Και σιγά μου υπαγόρευσε την απάντηση:
    Μη με θωρείς κοντό κοντό και χαμηλοζωσμένο,
    Απού τη γης δε φαίνομαι και τσι καρδιές μαραίνω.
Αλλά το δίστιχο δε μάρεσε, ίσως διότι με πολυμίκραινε. Ήθελα να πω κάτι τι πιο περήφανο, απειλητικό μάλιστα, Κι' αυτό μου υπαγόρευσε άλλος.
    Μην παίρνεις την αγάπη μου, γιατί θα μεγαλώσω,
    Και θα σου δώσω μπαλωτιά  στη γης να σε ξαπλώσω….».
(Ιωάννης Κονδυλάκης-, 1861 – 1920, «Πρώτη αγάπη»)

«Περνούσαμε τώρα από το περβόλι της χήρας. Ο Ζορμπάς στάθηκε. Τον είχε ζαλίσει το κρασί, το φαί, το φεγγάρι. Σήκωσε το λαιμό κι άρχισε με τη γαιδουροφωνάρα του μιαν ξετσίπωτη μαντινάδα, που τη στιγμή εκείνη, θαρρώ, ξαναμμένος όπως ήταν, την είχε ταιριάσει στο μυαλό του:
Χαρώ το το κορμάκι σου απ΄τα μισά και κάτω,
βάνει το χέλι ζωντανό, και μονομιάς ψοφά το!»
(Νίκος Καζαντζάκης 1883 – 1957 «Ο Αλέξης Ζορμπάς»)

− Εγώ 'μαι τση βροντής παιδί και τα' αστραπής εγγόνι.
Σα θέλω αστράφτει και βροντά, σα θέλω ρίχνει χιόνι.
− Σαν τη λογιάσεις μια δουλειά, όρτσα και μη φοβάσαι
αμόλα τη τη νιότη σου και μην τήνε λυπάσαι.
− Όρτσα, διάλε την πίστη του, κι όπου το βγάλ' η βράση
γιά πού θα σάσει μια δουλειά γιά που θα 'σοχαλάσει.
(Νίκος Καζαντζάκης 1883 – 1957, «Αναφορά στον Γκρέκο»)

Σημειώνεται ότι:
1) Σύμφωνα με το «Λεξικό Νέας Ελληνικής» του Γ. Μπαμπινιώτη: «Μαντινάδα = αυτοσχέδιο κατά κανόνα ομοιοκατάληκτο δίστιχο με ερωτικό, περιπαικτικό κλπ περιεχόμενο.  ΕΤΥΜ: < βεν. matinada  <  πρωινό ερωτικό τραγούδι < ιταλικά  mattino = «πρωί», πβ γαλλ. matin < λατιν. matutinum < Matula = θεά του πρωινού». Σύμφωνα με το ίδιο λεξικό: <<Πατινάδα = ερωτικό μουσικό κομμάτι που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας στους δρόμους τη νύχτα, στην Κρήτη η μαντινάδα, το ερωτικό δίστιχο.  ΕΤΥΜ: < μα(ν)τιναδα με την επίδραση του διαλεκτ. πατινός = ο τελευταίος (<πάτος), επειδή αυτό το είδος τραγουδιού ήταν το τελευταίο στα γλέντια>>. Ωστόσο όλα αυτά είναι εκτός πραγματικότητας, γιατί:  α) Άλλο είδος ποίησης είναι η μαντινάδα και άλλο η πατινάδα, όπως θα δούμε πιο κάτω (βλέπε «Ποιητικές μορφές»). Πέραν αυτού στην Κρήτη η λέξη πατινάδα δε χρησιμοποιείται, είναι άγνωστη. β) Η λέξη μαντινάδα έχει το σύμπλεγμα ντ,  που δεν το έχουν οι λέξεις:  mattino, matinada, Matula κλπ,  καθώς και η λέξη πατινάδα, άρα οι λέξεις αυτές δεν έχουν ετυμολογική σχέση με τη λέξη μαντινάδα. Έπειτα η βενετσιάνικη λέξη «matinada = πρωινό ερωτικό τραγούδι» (mattinata, από το mattina = υποκοριστικά mattino = το πρωί, πρωινό, λατινικά mane) έχει έννοια που δε συνάδει προς αυτή της λέξης «μαντινάδα», αφού η μαντινάδα δε λέγεται μόνο το πρωί ή μόνο με κιθάρα, αλλά όλες τις ώρες της ημέρας και σε όλες τις ώρες του γλεντιού κλπ και επίσης με όλα τα άλλα μουσικά όργανα, δηλαδή και με μαντολίνο και με λύρα, και με λαούτο κλπ.
2) Οι ελληνικές λέξεις σε –(ιν)αδα κανονικά παράγονται από πτωτικά (ουσιαστικά, επίθετα και μετοχές): βάρκα > βαρκ-αδα. φεγγαρ-άδα, σπιρτ-άδα, λιακάδα, φασουλάδα, μακαρονάδα, αφηρημ-άδα, γλυκό > γλυκ-άδα,  πρω-ί - πρωινό > πρω-ϊνάδα, κίτρο> κίτρινο > κιτρ-ινάδα,  πράσο > πράσινος > πρασινάδα, κόκκος > κόκκ-ινο > κοκκ-ινάδα κλπ και σημαίνουν ποιότητα ή ιδιότητα ως αυτή που φανερώνει η πρότυπη λέξη από την οποία παράγονται.  Συνεπώς η λέξη μαντινάδα έχει προέλθει είτε από τα: μάντης , μάντινος,η,ο ( Μαντινεία κλπ) > μαντινάδα είτε, προφανώς, από τα ιταλικά συγγενή: mando (mandino)  απ΄όπου και  mandato ή υποκοριστικά  mand(at)-ino > μαντινάδα. Στα ιταλικά η κατάληξη –ino είναι υποκοριστική, δίδει στα ουσιαστικά την έννοια του μικρού και συνάμα χαριτωμένου, ωραίου κλπ, πρβ: mane (= πρωί) > ιταλικά υποκοριστικά mat(u)t-ino > mattino = πρωινό / mattina >  mattinata = πρωϊνάδα ….. Οπότε μαντ-άτο = υποκοριστικά mand-(at)ino > μαντ-ινάδα = το μικρό ποίημα, το δίστιχο. Επίσης στα ιταλικά: «mando/mandare = στέλνω, εκβάλω, εκπέμπω κραυγή, θέτω εις κίνηση, κινώ, lo mandato (αρσενικό) = η εντολή, το ένταλμα, la mandata (θηλυκό) = η αποστολή, η στροφή του κλειδιού στην κλειδαριά» («Ιταλο-Ελληνικόν Λεξικόν». Εκδόσεις «Κακουλίδη»), κρητικά μάνταλο = ιταλικά la mandata = η κληδών κ.α. Το ρήμα mando κλίνεται ως εξης:
Οριστική: Io mando, tu mandi, lui/lei manda, noi mandiamo, voi mandate, loro mandano.
Υποτακτική: io mandi, tu mandi, lui/lei mandi, noi mandiamo, voi mandiate, loro mandino
Προστακτική: - tu mada,  lui/lei mandi, noi mandiamo, voi mandiate, loro mandino
- Ti mando una foto via email         = Στέλνω φωτογραφία με εμαιλ.
- Sto aspettando che mi mandino dei documenti = Περιμένω να μου στείλουν ένα έγγραφο.
 - Che mandino un altro negoziatore = Δε μπορείτε να στείλετε άλλον να διαπραγματευτεί
- Non voglio che mi mandino via.     = Δε θέλω να μου το στείλεις
Λατινικά: <<mando (ρήμα) = επιτρέπω, εντέλλομαι, επιτάσσω, προστάσω, παραγγέλνω, mandatus.a,um =μετοχή του mando, όπου:  mandatus,us (αρσενικό)= mandatum,i (ουδέτερο) = mandatio,onis (θηλυκό) = η εντολή, η επιταγή, το πρόσταγμα, η παραγγελιά  («Λεξικόν Λατινοελλενηνικόν» Ιωάννου Σιδέρη). Από εκεί στα βυζαντινά: μανδάτον > κρητικά μαντάτο = «η εξαγγελία, η αγγελία, το μήνυμα» και μτφ η είδηση, η ενημέρωση, το νέο», μαντατεύω = ενημερώνω, μαντατοφόρος = ο κομιστής της αγγελίας, της είδησης, των νέων.