ΑΦΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ: ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Περίληψη απόψεων: 

Η αφήγηση σήμερα: Μια τέχνη σε κρίση;


Η τέχνη της αφήγησης, αν και φαίνεται εξωτερικά να βρίσκεται σε άνθιση, αντιμετωπίζει μια βαθύτερη κρίση. Πολλοί παράγοντες συντελούν σε αυτό:
  • Κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές: Τα τελευταία χρόνια, η αβεβαιότητα, οι κρίσεις (πανδημία, πόλεμοι, άνοδος αντιδραστικών πολιτικών) και η εσωστρέφεια που δημιουργούν, οδηγούν σε μια γενική απομάκρυνση από την καλλιτεχνική δημιουργία και συνεργασία.
  • Ποιοτική υποβάθμιση της τέχνης: Πολλοί ασκούν την αφήγηση χωρίς επαρκή κατάρτιση ή χωρίς να καλλιεργήσουν βαθιά σχέση με την ιστορία και την τέχνη του λόγου. Η ευκολία της αποστήθισης και η απουσία ουσιαστικής προετοιμασίας οδηγούν σε πρόχειρες και ρηχές αφηγήσεις που δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις στο κοινό.
  • Έλλειψη προσανατολισμού και κοινωνικής σύνδεσης: Συχνά η αφήγηση χάνει τον σκοπό της, αποσυνδέεται από τα σύγχρονα ζητήματα και περιορίζεται σε ατομική έκφραση. Όταν δεν λειτουργεί ως πράξη κοινωνικής ευθύνης που γεννά διάλογο και συνδέεται με την εποχή της, παύει να αφορά πραγματικά το σήμερα.
  • Σύγχυση γύρω από την αφήγηση: Συχνά, η αφήγηση συγχέεται με την ανάγνωση παραμυθιών ή θεωρείται μόνο παιδική απασχόληση. Αυτό περιορίζει τη δύναμη και το εύρος της ως τέχνης για όλες τις ηλικίες.
  • Υπερπροσφορά και ασαφές πλαίσιο επαγγελματισμού: Η αύξηση των αφηγηματικών εκδηλώσεων χωρίς ποιοτικό έλεγχο, και η ύπαρξη πολλών αυτοαποκαλούμενων αφηγητών που προσφέρουν δωρεάν παραστάσεις, οδηγούν σε σύγχυση. Το κοινό συχνά δεν μπορεί να διακρίνει την επαγγελματική δουλειά από την ερασιτεχνική, γεγονός που υποβαθμίζει συνολικά την αξία της τέχνης.
  • Οικονομικοί και πολιτικοί περιορισμοί: Η μείωση των διαθέσιμων πόρων από κρατικούς και ευρωπαϊκούς φορείς έχει περιορίσει τις δυνατότητες διοργάνωσης φεστιβάλ και εκδηλώσεων αφήγησης. Ταυτόχρονα, η γραφειοκρατία και το ασύμφορο φορολογικό καθεστώς καθιστούν δύσκολη την επιβίωση των επαγγελματιών αφηγητών.
  • Έλλειψη σταθερών πολιτιστικών δομών: Σε πολλές περιοχές δεν υπάρχουν αφιερωμένοι χώροι αφήγησης που να παρουσιάζουν τακτικά παραστάσεις υψηλού επιπέδου. Η απουσία τέτοιων χώρων καθιστά την αφήγηση αόρατη ή περιθωριακή στα μάτια του κοινού.

Προτάσεις για την Αντιμετώπιση της Κρίσης

Για να βγει η αφήγηση από την κρίση, απαιτούνται συγκεκριμένες δράσεις:
Ενίσχυση της εκπαίδευσης και της δεξιοτεχνίας: Η αφήγηση είναι τέχνη που απαιτεί μελέτη, εξάσκηση, πειραματισμό, αισθητική καλλιέργεια και προσωπική εμβάθυνση. Η μαθητεία δίπλα σε έμπειρους αφηγητές και η συνεχής αυτοβελτίωση είναι κρίσιμες.
  • Καθιέρωση της αφήγησης ως επαγγελματικής τέχνης: Πρέπει να αναγνωριστεί κοινωνικά και θεσμικά η επαγγελματική φύση της αφήγησης. Η ενσωμάτωση της αφήγησης σε εκπαιδευτικά προγράμματα, παιδαγωγικά τμήματα και πολιτιστικά ιδρύματα μπορεί να συμβάλει καθοριστικά.
  • Ανάπτυξη σταθερών δομών και θεσμών: Είναι αναγκαία η ύπαρξη πολιτιστικών χώρων που θα προβάλλουν την αφήγηση με συνέπεια και κύρος. Οι χώροι αυτοί θα προσελκύσουν νέο κοινό και θα ενισχύσουν την αφήγηση ως οργανωμένη πολιτιστική εμπειρία.
  • Επαγγελματική ηθική και διαφάνεια: Η τέχνη χρειάζεται υπευθυνότητα απέναντι στο κοινό, τους συναδέλφους και την κοινωνία. Δεν αρκεί η καλή πρόθεση. Ο αφηγητής οφείλει να λειτουργεί μέσα σε ένα ξεκάθαρο και ηθικά υπεύθυνο πλαίσιο, συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του χώρου.
  • Συλλογικότητα και συνεργασία: Η δημιουργία κοινοτήτων, φεστιβάλ, λεσχών αφήγησης, και διαδικτυακών δικτύων ανταλλαγής εμπειριών, μπορεί να προσφέρει έδαφος εξέλιξης, στήριξης και διάδοσης της τέχνης.
  • Παιδαγωγική και κοινωνική διάσταση: Η αφήγηση δεν είναι μόνο ψυχαγωγία. Είναι παιδαγωγικό εργαλείο και πολιτισμική πράξη. Μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο ενδυνάμωσης, κοινωνικής μνήμης και σύνδεσης των ανθρώπων με τις ρίζες τους.

Όραμα για το Μέλλον της Αφήγησης

Παρά τις δυσκολίες, το μέλλον της αφήγησης διαγράφεται με αισιοδοξία. Η δύναμη των ιστοριών δεν πρόκειται να σβήσει, ακόμη και σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο και τεχνολογικά φορτισμένο κόσμο. Η αφήγηση μπορεί να γίνει όχημα εσωτερικής φωνής, φαντασίας και κατανόησης, να ενισχύσει τον ψυχισμό των ανθρώπων και να δημιουργήσει δεσμούς.

Υπάρχει το όραμα η αφήγηση να διδάσκεται ουσιαστικά, να συνδεθεί με τη σύγχρονη ζωή, να αποκτήσει τη θέση που της αξίζει στις παραστατικές τέχνες, και να αποτελέσει πράξη πολιτισμικής αντίστασης απέναντι σε κυρίαρχες αφηγήσεις που αποκλείουν, απλοποιούν ή εξουσιάζουν.

Όσο αλλάζει ο κόσμος, τόσο οι άνθρωποι θα έχουν ανάγκη να ακούνε ιστορίες – για να θυμούνται ποιοι είναι, να ελπίζουν, να βρίσκουν νόημα. Η αφήγηση, αν καλλιεργηθεί με ευθύνη, πίστη και συλλογικότητα, μπορεί να είναι μια σταθερή φλόγα μέσα στην αστάθεια.



Αναλυτικά όλες οι απόψεις που κατατέθηκαν


1. Πιστεύετε ότι η αφήγηση βρίσκεται σε κρίση σήμερα; Αν ναι, ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι που την έχουν οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση;

Μαρία Βραχιονίδου: Πράγματι, θεωρώ ότι η αφήγηση τα τελευταία 5 περίπου χρόνια βρίσκεται σε κρίση. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Αυτό συνάγεται αφενός από το γεγονός της συρρίκνωσης των πόρων (π.χ. πόρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και τοπικά: δήμων, περιφερειών, υπουργείων κ.ά.) που διατίθενται για εκδηλώσεις αφήγησης (Φεστιβάλ ανά την Ευρώπη, οργανισμών αφήγησης και συλλογικών οργάνων). Χαρακτηριστικό π.χ. το γεγονός ότι η πρόταση του FEST (Federation for European Storytelling) για συμπερίληψη της αίτησής του στο τελευταίο (το 2021, νομίζω) project Creative Europe για πολιτιστικά γεγονότα, απορρίφθηκε, στερώντας δυνατότητες χρηματοδότησης για πολλούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς αφήγησης, οι οποίοι πλέον πρέπει να αναζητούν αυτόνομα άλλες λύσεις.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα εντείνεται, όπως φαίνεται από την όλο και αυξανόμενη αδυναμία βιοπορισμού των αφηγητών/τριών από τη δουλειά τους και η κατάσταση χειροτερεύει με το επιδεινούμενο και διαρκώς τροποποιούμενο φορολογικό καθεστώς που γίνεται όλο και πιο ασύμφορο.
Οι λόγοι:
α) Ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο (πόλεμος Ουκρανίας, κορονοϊός, πόλεμος Ισραήλ, αύξηση των αντιδραστικών πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη με ατζέντα που δεν έχει καθόλου σε προτεραιότητα τον πολιτισμό κ.λπ.)
β) Εξαιτίας του α) έχει δημιουργηθεί μια εσωστρέφεια και απαισιοδοξία, και στους αφηγητές που αντί να προσπαθούν να κάνουν ποιοτικότερες δουλειές και καλύτερες και περισσότερες συνεργασίες, «κλείνονται» και αγωνίζονται να σώσουν τον εαυτό τους και να εξακολουθήσουν να υπάρχουν όπως όπως ως αφηγητές/τριες.
γ)Η αποτυχία των αφηγητών/τριών να προσελκύσουν πραγματικά μεγαλύτερο κοινό και να πείσουν ότι η τέχνη τους είναι ισάξια με τις υπόλοιπες παραστατικές τέχνες και άρα αναγκαίο να αμείβεται.
δ) Η υπερπροσφορά αφηγηματικών εκδηλώσεων και η αύξηση αφηγητών/τριών ή αυτοαποκαλούμενων αφηγητών/τριών, που δεν έχουν την απαραίτητη εκπαίδευση και ποιότητα και προσφέρουν πάντα και χωρίς λόγο εθελοντικά τις δράσεις τους με αποτέλεσμα i) η εικόνα που αποκομίζει το κοινό για την αφήγηση γενικά να είναι όχι πολύ θετική ii) να δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για εθελοντική δράση που δεν χρειάζεται να αμειφθεί. Ή αντίθετα, η υπερπροσφορά εθελοντικά αφηγηματικών εκδηλώσεων με καλή ποιότητα, η οποία ωστόσο ανταγωνίζεται άνισα την προσπάθεια των επαγγελματιών αφηγητών να βιοποριστούν από την αφήγηση.


Εύη Γεροκώστα: Τα πάντα περνούν κρίση, άρα και η αφήγηση. Όλα γίνονται εύκολα, πολλές φορές χωρίς προσπάθεια, πολύ συχνά για τους λάθος λόγους και με τις λάθος αφορμές. Πόσοι από αυτούς που ασχολούνται με την αφήγηση έχουν αναγνωρίσει τους στόχους αυτής της ενασχόλησης; Πόσοι έχουν βρει τον πραγματικό αφηγηματικό εαυτό τους; Πόσοι ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα οφέλη και μετά για την ποιότητα της δουλειάς τους; Πόσοι τολμούν να πειραματιστούν – στο ρεπερτόριο, στην προσέγγιση, στους τρόπους παρουσίασης, ακόμα και στις τεχνικές; Πόσοι επιλέγουν τις εύκολες λύσεις και τις ακόμα πιο εύκολες αποφάσεις; Πόσοι έχουν επιλέξει την αφήγηση ως επάγγελμα και, αν το έχουν κάνει, λειτουργούν επαγγελματικά; Πόσοι πιστεύουν ότι η αφήγηση απαιτεί σκληρή δουλειά; Πόσοι τής δίνουν τον χρόνο που χρειάζεται; Πόσοι την «κυνηγούν» και πόσοι την «περιμένουν;»
Ερωτήματα που οφείλουν να μας απασχολήσουν όλους.

 

Ελενίτσα Γεωργίου: 
Η αφήγηση στην Κύπρο είναι σε κρίση εδώ και πολλά χρόνια. Δύο βασικοί λόγοι είναι αφενός ότι το κοινό μπερδεύει τον όρο «αφήγηση» με το διάβασμα παραμυθιών και αφετέρου ότι η αφήγηση παραμυθιών τείνει να νομίζεται ότι απευθύνεται μόνο σε παιδικό κοινό.
Άλλοι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό, είναι η λανθασμένη χρήση της τέχνης μας, με λανθασμένες τεχνικές και μέσα. Από την προσχολική ηλικία ακόμα, τα παιδιά παίρνουν λανθασμένα παραδείγματα και για να αλλάξει αυτό χρειάζεται η συστηματική παρουσία επαγγελματιών ιστορητών στα σχολεία. Έτσι θα δημιουργηθούν σωστά πρότυπα αφήγησης τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς. Τονίζεται το γεγονός ότι η Τέχνη της Αφήγησης δεν είναι κάτι το πρόχειρο ή περιστασιακό. Χρειάζεται να διδάσκεται και να εφαρμόζεται με επαγγελματισμό και ουσιαστική γνώση, και αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με διδασκαλία της αφήγησης στα τμήματα παιδαγωγικών. Ας μην ξεχνάμε ότι η αφήγηση είναι μια τέχνη που συνδέεται με πολλές πτυχές της ζωής ενός ατόμου, από την παιδική μέχρι και την ενήλικη ζωή και είναι το καλύτερο εργαλείο για να μάθει και να βιώσει έμμεσα πράγματα ένα παιδί.



Γιώργος Ευγενικός: 
Η αφήγηση μπορεί να φαίνεται εύκολη, γιατί όλοι λέμε ιστορίες στην καθημερινότητά μας. Όμως, το να σταθεί κάποιος μπροστά σε ένα κοινό και να μεταφέρει μια ιστορία με τρόπο που να αγγίζει τους ακροατές, απαιτεί δεξιότητες, εμπειρία και πολλή δουλειά. Πολλοί νομίζουν ότι μπορούν να αφηγηθούν, αλλά όταν έρθει η στιγμή της παράστασης, γίνεται φανερό ότι δεν έχουν τα απαραίτητα εργαλεία. Η ιστορία δεν ζωντανεύει, το κοινό δεν συνδέεται, και έτσι η αφήγηση μοιάζει φτωχή ή βαρετή. Αυτό δημιουργεί μια λάθος εικόνα για την τέχνη, καθώς όσοι παρακολουθούν μία κακή αφήγηση μπορεί να πιστέψουν πως «αυτό είναι η αφήγηση» και να μην την ξαναεπιλέξουν. Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως αρκετοί αφηγητές προσεγγίζουν το θέμα μόνο θεωρητικά, χωρίς να έχουν αφηγηθεί αρκετά μπροστά σε κόσμο. Η πράξη είναι αυτή που χτίζει τον αφηγητή, όχι μόνο η γνώση. Χρειάζεται να δουλέψει κανείς πάνω στις ιστορίες του, να τις αφήσει να «καθίσουν» μέσα του, να δοκιμάσει, να αποτύχει και να βελτιωθεί. Δεν αρκεί να αφηγηθεί κάποιος μια φορά καλά μια ιστορία μέσα σε μια ομαδική παράσταση. Το δύσκολο είναι να σταθεί μόνος του και να κρατήσει το κοινό για μια ολόκληρη αφήγηση. 
Η κρίση στην αφήγηση δεν οφείλεται κυρίως σε εξωτερικούς παράγοντες, αλλά στους ίδιους τους αφηγητές. Όταν το κοινό βλέπει αδύναμες παραστάσεις, προτιμά να επιλέξει άλλες παραστατικές τέχνες, ειδικά όταν το εισιτήριο για μια αφήγηση είναι υψηλό σε σύγκριση με άλλες μορφές θεάματος που προσφέρουν μεγαλύτερη παραγωγή και περισσότερους καλλιτέχνες στη σκηνή. Αυτή η κατάσταση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Στη Γαλλία και την Αγγλία, αφηγητές έχουν μιλήσει για τις ίδιες προκλήσεις. Η λύση είναι η επαγγελματική στάση, η συνεχής εξάσκηση και η σοβαρή αντιμετώπιση της αφήγησης ως τέχνης που αξίζει σεβασμό τόσο από τους αφηγητές όσο και από το κοινό. 
Η έλλειψη σταθερών, καθιερωμένων χώρων αφηγηματικών παραστάσεων είναι μια σημαντική πτυχή της κρίσης στην αφήγηση. Σε πολλές χώρες, η αφήγηση φιλοξενείται σε πολιτιστικούς χώρους που δίνουν βαρύτητα στην προφορική τέχνη, επιτρέποντας στο κοινό να ανακαλύψει την αφήγηση ως ισότιμη μορφή παραστατικής τέχνης. Όταν τέτοιοι χώροι δεν υπάρχουν ή δεν είναι ενεργοί, η αφήγηση δεν προβάλλεται με τρόπο που να την αναδεικνύει στο ευρύ κοινό. Από την άλλη, πολλοί αφηγητές επιλέγουν να αφηγούνται με κουτί – δηλαδή σε μικρές, αυτοσχέδιες συνθήκες, όπως καφέ, μπαρ, βιβλιοπωλεία ή ακόμα και ιδιωτικά σπίτια. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Συχνά, δίνει μια αμεσότητα και μια ζεστή ατμόσφαιρα που ταιριάζει στην αφήγηση. Επιτρέπει σε αφηγητές να εκφραστούν χωρίς τις απαιτήσεις μιας μεγάλης παραγωγής και κάνει την τέχνη πιο προσιτή. Όμως, υπάρχουν και συνέπειες. Όταν η αφήγηση περιορίζεται μόνο σε τέτοιες περιστάσεις, μπορεί να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι είναι μια «περιθωριακή» τέχνη, κάτι χαλαρό, ανεπίσημο ή ερασιτεχνικό. Το κοινό που επιλέγει την αφήγηση με εισιτήριο για την έξοδό του – όπως θα έκανε με μια θεατρική παράσταση ή μια συναυλία – μπορεί να μη συνδέσει την αφήγηση με μια οργανωμένη πολιτιστική εμπειρία. Η ύπαρξη καθιερωμένων χώρων που θα φιλοξενούν τακτικά αφηγήσεις δημιουργεί μια άλλη δυναμική. Δεν σημαίνει ότι η αφήγηση δεν μπορεί να συμβεί σε έναν μικρό χώρο, αλλά ότι χρειάζεται και η άλλη όψη: χώροι που θα την αναδείξουν, θα της δώσουν κύρος και θα φέρουν κοντά κοινό που θα την επιλέξει οργανωμένα για την ψυχαγωγία του. Όταν οι οικογένειες, οι παρέες, οι λάτρεις των ιστοριών ξέρουν ότι υπάρχει ένας χώρος αφιερωμένος στην αφήγηση, η σχέση με την τέχνη γίνεται πιο σταθερή και πιο ουσιαστική. 
Ένα ακόμα ζήτημα που επηρεάζει την αφήγηση είναι το οικονομικό. Υπάρχουν αφηγητές που επιλέγουν να λειτουργούν εκτός οποιουδήποτε νομικού και τυπικού πλαισίου, παρόλο που παρουσιάζουν παραστάσεις και έχουν οικονομικό όφελος. Αυτό είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν δεν λέγεται ανοιχτά. Από την άλλη, υπάρχουν αφηγητές που στηρίζουν την τέχνη τους με επίσημο τρόπο, επενδύοντας στον επαγγελματισμό, πληρώνοντας φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, νοικιάζοντας χώρους και χτίζοντας μια σοβαρή σχέση με το κοινό. Το αποτέλεσμα; Οι δεύτεροι πρέπει να ανταγωνιστούν τους πρώτους, που δεν έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις, και το κοινό συχνά δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά. Έτσι, η αφήγηση παραμένει σε μια γκρίζα ζώνη: ανάμεσα σε εκείνους που τη βλέπουν ως σοβαρό επάγγελμα και σε εκείνους που την αντιμετωπίζουν σαν κάτι ευκαιριακό, χωρίς δεσμεύσεις, αλλά με όφελος.



Ανθή Θάνου: Θεωρώ πως η αφήγηση ενώ φαινομενικά δείχνει ότι είναι στο ζενίθ της, αφού πάρα πολύς κόσμος έχει πια βγει και ως εραστές της τέχνης αφηγούνται όπου σταθούν και όπου βρεθούν, ποιοτικά αγγίζει το ναδιρ. Από την μια μεριά βλέπουμε ότι η αφήγηση έχει κατακτήσει τη δημοτικότητα όμως από την άλλη αναδεικνύεται πως η ποιοτική της ουσία υποβαθμίζεται. Η ευκολία της αποστήθισης, να μαθαίνεις αποβραδίς και την άλλη μέρα να πηγαίνεις και να λες, οδηγεί σε μια κατάσταση όπου το παραμύθι δεν έχει προλάβει να ωριμάσει να πάρει τον όγκο που χρειάζεται, να γίνει κομμάτι του εαυτού-αφηγητή και δείχνει προχειρότητα και μια μη επαγγελματική προσέγγιση της τέχνης. Επίσης αφηγητές που δεν έχουν κατακτήσει τα βασικά εργαλεία της τέχνης χρειάζεται να κάνουν υπομονή και να μην εκτίθενται οι ίδιοι αλλά και η τέχνη. Και ενώ η πρόθεση μπορεί να έχει θετικό πρόσημο το αποτέλεσμα είναι κατώτερο των προσδοκιών αφού λείπει ο προσωπικός συναισθηματικός δεσμός και η αυθεντική εμπειρία του αφηγητή, μετατρέποντας έτσι την αφήγηση σε προϊόν που καταναλώνεται και τελικά δυσφημίζει την πανάρχαια τέχνη της αφήγησης.



Αμαλία Κανελλοπούλου: Δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλού. Θα μιλήσω ως λαϊκή αφηγήτρια και όχι ως επαγγελματίας.   Στην Κέρκυρα που ζω είναι σε σχετική άνθιση, καθώς μέχρι πριν 5 χρόνια η τέχνη της αφήγησης  ήταν τελείως άγνωστη.  Ξεκίνησε από τον μαθητή της σχολής αφήγησης του Κέντρου Μελέτης και ΔιάδοσηςΜύθων και Παραμυθιών Βαγγέλη Σιμπώνη  που έκανε κάποιες ανοικτές  αφηγήσεις και έφερε αρκετούς κυρίως νέους ανθρώπους και φοιτητές στον χώρο των παραμυθιών και τα παραμύθια άρχισαν να ακούγονται στο νησί. Σημαντική όμως υπήρξε η εκδήλωση «Αρμύρα και αστερόσκονη»  με τους εξαιρετικούς δασκάλους και αφηγητές, τον Γιώργο Ευγενικό  και την Ανθή Θάνου, όπου ακούστηκαν παραμύθια σε ένα μεγάλο κοινό, μαθητών και ενηλίκων και ο κόσμος έμαθε την τέχνη της αφήγησης από τους κορυφαίους  επαγγελματίες του είδους και όχι από ερασιτέχνες. Με προτροπή της Ανθής Θάνου δημιουργήσαμε την Λέσχη αφήγησης παραμυθιών για να μπορεί όποιος θέλει να έρθει να πει ή να ακούσει παραμύθι  Η Λέσχη έχει σταθερούς ακολούθους και όλο και μεγαλώνει. Ως λαϊκοί πλέον αφηγητές, όχι ως επαγγελματίες, συγκεντρωνόμαστε και αφηγούμαστε παραμύθια. Η είσοδος είναι ελεύθερη, δεν υπάρχει οικονομικό αντάλλαγμα και οποιοσδήποτε μπορεί να είναι στη θέση του αφηγητή. Επίσης επιλέξαμε έναν χώρο ( ένα παραδοσιακό ταβερνάκι) με τζάκι, έξω από την πόλη, που εκ των πραγμάτων όποιος έρθει θα περάσει όμορφα. Θα πιει κρασάκι ή τσίπουρο, θα φάει σπιτικά μεζεδάκια και θα ακούσει ιστορίες. Τι πιο απλό και λαϊκό; Το κέρδος για εμάς ως  «λαϊκοί αφηγητές», είναι η συχνή επαφή με την αφήγηση, αφού προετοιμάζουμε τις ιστορίες μας  και αφηγούμαστε πολύ συχνά. Η μελέτη και μάθηση πολλών παραμυθιών, η εξοικείωση και η  ευχέρεια  στην έκφραση αλλά και η ίδια η  αφήγηση ως τέχνη κερδίζει συνεχώς κοινό και  ο κόσμος ζητά και χαίρεται να ακούει ιστορίες, Τώρα πια στο νησί  έχει δημιουργηθεί ένα κοινό για να έρθουν επαγγελματίες και δεξιοτέχνες του είδους να κάνουν  παραστάσεις υψηλού επιπέδου, όχι «αρπαχτές»  ή να διοργανωθούν ανάλογα πολιτιστικά γεγονότα ή φεστιβαλ. Αν ο χώρος της επαγγελματικής αφήγησης περνάει κρίση θα πρέπει οι επαγγελματίες αφηγητές να αναρωτηθούν τι έχει πάει στραβά, ποιοι εμφανίζονται και αποκαλούνται επαγγελματίες, πόσο άξια υπηρετούν την τέχνη, πόσο ειλικρινείς στέκονται απέναντι στο κοινό, πόσο προετοιμασμένοι είναι γι αυτό που θα παρουσιάσουν, πόσο κατάλληλες είναι οι επιλογές των ιστοριών τους και γενικά να κάνουν την αυτοκριτική τους και την αξιολόγησή τους. Από όσο παρακολουθώ τον χώρο οι καλοί αφηγητές είναι περιζήτητοι.  Αν η αφήγηση περνάει κρίση τότε μάλλον φταίνε οι αφηγητές.



2. Αν πιστεύετε ότι η αφήγηση βρίσκεται σε κρίση, ποιες αλλαγές μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπισή της;

Μαρία Βραχιονίδου:Δυστυχώς είμαι κάπως απαισιόδοξη. Ωστόσο, πιστεύω ότι μπορεί να λειτουργήσει θετικά: 
α) Η βελτίωση της ποιότητας αφήγησης και του προσφερόμενου αφηγηματικού «προϊόντος» 
β) Η συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες και ο εμπλουτισμός της αφήγησης με άλλες τέχνες 
γ) Η επιμονή στην κοινοποίηση της επαγγελματικής φύσης της αφήγησης ως παραστατικής τέχνης και της ανάγκης να αντιμετωπίζεται ως τέτοια.

Εύη Γεροκώστα: 
Πρωτίστως η απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα (βλ. προηγούμενη απάντηση)

Ελενίτσα Γεωργίου: Για να μειωθεί αυτή η κρίση, χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα πιο ανοιχτό και συμπεριληπτικό πλαίσιο για την αφήγηση. Πόσο ωραία θα ήταν αν η αφήγηση διδασκόταν σε ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, όπως σε άλλες χώρες! Επίσης, η συνεργασία με διάφορους επαγγελματίες που σχετίζονται με το χώρο (ξεναγοί, μουσειοπαιδαγωγοί κτλ.) για να διαδοθεί η τέχνη μας, να την γνωρίσει ο κόσμος και να δημιουργηθούν δομές που προάγουν την τέχνη μας με σοβαρότητα και αφοσίωση.
Τέλος, θα ήταν ωραίο να αναπτυχθούν επαγγελματικά οργανωμένες δράσεις στο νησί μας, που να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή και την προβολή επαγγελματιών αφηγητών τόσο από την Κύπρο όσο και από το εξωτερικό. Να δούμε περισσότερες διοργανώσεις με υψηλή αισθητική και πραγματική εκπροσώπηση του χώρου. Έχουμε ανάγκη για περισσότερες τέτοιες εκδηλώσεις, οι οποίες θα έχουν ένα σταθερό και επαγγελματικό χαρακτήρα, για να συνδεθούν μικροί και μεγάλοι με τις ρίζες από τις οποίες ανθίζουν τα δέντρα των παραμυθιών και υπογείως ενώνουν όλη την ανθρωπότητα!

Γιώργος Ευγενικός: Για να ξεπεράσουμε αυτή την κρίση στην αφήγηση, χρειάζονται συγκεκριμένες κινήσεις:
  • Εκπαίδευση και Δουλειά – Οι αφηγητές πρέπει να αφιερώνουν χρόνο στην πρακτική εξάσκηση, να δουλεύουν τις ιστορίες τους και να αποκτούν ουσιαστικά αφηγηματικά εργαλεία. Η αφήγηση δεν είναι απλώς μια φυσική ικανότητα, αλλά μια τέχνη που απαιτεί μελέτη, πειραματισμό και εξέλιξη.
  • Καθιερωμένοι Χώροι – Η ύπαρξη σταθερών χώρων αφηγηματικών παραστάσεων θα δώσει κύρος στην τέχνη, θα προσφέρει σταθερό κοινό και θα αποτρέψει την υποτίμησή της ως κάτι ευκαιριακό ή ερασιτεχνικό. Όταν η αφήγηση εντάσσεται σε σοβαρούς πολιτιστικούς χώρους, κερδίζει σε αναγνωρισιμότητα και εκτίμηση.
  • Επαγγελματική Συνείδηση – Οι αφηγητές που βλέπουν την τέχνη τους ως επάγγελμα πρέπει να στηρίζουν τη νομιμότητα και τον επαγγελματισμό, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χώρου. Δεν γίνεται να ανταγωνίζονται όσους επιλέγουν να κινούνται εκτός κανόνων, εκμεταλλευόμενοι τις «γκρίζες ζώνες» για δικό τους όφελος. Ο επαγγελματισμός απαιτεί υπευθυνότητα απέναντι στο κοινό, την τέχνη και τους συναδέλφους.
  • Συλλογικότητα και Αισθητική – Η κοινότητα των αφηγητών πρέπει να ενισχυθεί μέσα από συνεργασίες, φεστιβάλ και δράσεις που αντιμετωπίζουν την αφήγηση ως επαγγελματική τέχνη, όχι ως ερασιτεχνικό χόμπι του καθενός που ξαφνικά αποφάσισε να αφηγηθεί. Τα φεστιβάλ που αναπτύσσουν διάλογο και προάγουν την αισθητική της αφήγησης είναι κομβικά σημεία εξέλιξης. Εκεί διαμορφώνονται τάσεις, αναδεικνύονται νέες φωνές και ενισχύεται η αφήγηση ως τέχνη.
  • Σύνδεση με το Κοινό ως Πράξη Πολιτική – Οι αφηγητές πρέπει να προσεγγίσουν το κοινό με σεβασμό και ποιότητα, δημιουργώντας παραστάσεις που δεν είναι μόνο διασκεδαστικές, αλλά και ουσιαστικές. Η αφήγηση δεν είναι μια απλή ψυχαγωγία· είναι μια μορφή πολιτισμικής παρέμβασης στην κοινωνία. Οι αφηγήσεις μεταφέρουν μνήμες, ιστορίες και αξίες που επηρεάζουν την αντίληψή μας για τον κόσμο. Όταν η αφήγηση γίνεται με σοβαρότητα, τότε αποκτά τη δύναμη να αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε.
  • Στήριξη από Πολιτιστικούς Φορείς – Η αφήγηση χρειάζεται αναγνώριση ως τέχνη, με στήριξη από θεσμούς και φορείς που μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξή της. Όσο η αφήγηση παραμένει εκτός των πολιτιστικών προγραμμάτων, δεν μπορεί να αναπτυχθεί οργανωμένα. Η πολιτεία, οι δήμοι, τα μουσεία, οι βιβλιοθήκες και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει να δώσουν χώρο στην αφήγηση, αναγνωρίζοντάς τη ως κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης δημιουργίας
Η αφήγηση δεν θα βγει από την κρίση αν συνεχίσει να αντιμετωπίζεται με προχειρότητα και ερασιτεχνισμό. Χρειάζεται σοβαρότητα, επαγγελματισμό και μια συλλογική προσπάθεια να τοποθετηθεί στη θέση που της αξίζει στις παραστατικές τέχνες.


Ανθή Θάνου: Όπως κάθε τέχνη έτσι και η αφήγηση θέλει μελέτη, προσωπική αφοσίωση, και μαθητεία κοντά σε ανθρώπους που μπορούν τουλάχιστον να σου δείξουν βασικές αρχές, καταρχήν ηθικής δεοντολογίας απέναντι στον προφορικό λόγο καθώς και τεχνικές αφήγησης αλλά και την παιδαγωγική προσέγγιση της τέχνης.



Αμαλία Κανελλοπούλου: Αν περνάει κρίση μόνο η ενότητα και η κοινή στρατηγική για την αντιμετώπισή της θα βοηθούσε. Ένας κοινός διαδικτυακός χώρος των παραμυθάδων με ανταλλαγή εμπειριών, για αποφυγή λαθών του παρελθόντος ίσως ήταν χρήσιμος. Για τους νέους αφηγητές πιστεύω πως η καθοδήγηση από έμπειρους και πολύ καλούς και πετυχημένους αφηγητές είναι απαραίτητη.
 


Κάτια Καντούρη: Όχι, η αφήγηση εκτιμώ δεν είναι σε κρίση, γιατί παλιότερα ή είχαμε απλώς αλλά σημαντικότατο βίωμα κάποιον στην οικογένεια που ηταν από τη φύση του δεινός αφηγητής ή γνωρίσαμε την αφήγηση αργότερα χάρη στους παραμυθάδες. Αντιθέτως θα έλεγα ότι εδραιώνεται όλο και περισσότερο η συνεισφορά της στην κοινωνία. Στην παιδική μου ηλικία ήταν τα βιβλία, το ραδιόφωνο, ο Παραμυθάς, τώρα τα podcast, οι παραστάσεις, τα φεστιβάλ που είναι ζωτικής σημασίας θεσμοί για την αφήγηση, τους παραμυθάδες και την κοινότητα, και σας ευχαριστούμε για αυτό! Και πλέον περνάει το μήνυμά ότι η αφήγηση είναι για κάθε κοινό και κάθε ηλικία, και ότι η αφήγηση για παιδιά θέλει ιδιαίτερο σεβασμό.



3. Πώς βλέπετε το μέλλον της αφήγησης; Ποιες είναι οι δικές σας ιδέες ή όνειρα για την εξέλιξη της τέχνης σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο;


Πηνελόπη Βασιλειάδου:
«Έχω ένα όνειρο», όπως είπε και ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο η τέχνη της αφήγησης να έχει την δική της αδιαπραγμάτευτη θέση!  Θα μπορούσα να ευχηθώ σε έναν μελλοντικό κόσμο, τα μάτια των ανθρώπων να βλέπουν ιστορίες χωρίς να τους προσφέρονται έτοιμες, τα αυτιά των ανθρώπων να αιχμαλωτίζουν τις ιστορίες που ακούν για να τις μεταδώσουν σε άλλους και ο ανθρώπινος εγκέφαλος να μην υποταχθεί στην τεχνολογία αλλά να διατηρήσει την δική του αυτονομία και φωνή, μια εσωτερική φωνή που του χρειάζεται για να συνθέτει τις  δικές του ιστορίες.


Μαρία Βραχιονίδου: Ουσιαστικά, προσδοκώ να παραμείνει η αξία της αφήγησης και της δύναμης της ιστορίας ανεξάρτητα από τις συνθήκες του κόσμου που μεταβάλλονται. Οι ιστορίες υπάρχουν από την εποχή των σπηλαίων. Πιστεύω και ελπίζω λοιπόν ότι θα εξακολουθούν να υπάρχουν και να μας θρέφουν και στον τωρινό και μελλοντικό άγνωστο διαστημικό μας κόσμο.



Εύη Γεροκώστα: Απαιτείται επαναπροσδιορισμός σε όλα τα επίπεδα.



Γιώργος Ευγενικός: Βλέπω το μέλλον της αφήγησης ως μια ζωντανή και δυναμική τέχνη, που προσαρμόζεται στις αλλαγές χωρίς να χάνει την ουσία της. Για μένα, η αφήγηση δεν είναι μόνο μέσο έκφρασης, αλλά και πολιτική πράξη και μορφή αντίστασης, που μπορεί να αμφισβητήσει κυρίαρχες αφηγήσεις - αυτές που διαμορφώνουν την ιστορία μέσα από τη σκοπιά των ισχυρών, ενισχύουν έμφυλα στερεότυπα ή προβάλλουν μια επιφανειακή εικόνα της επιτυχίας και της προόδου. Ονειρεύομαι μια αφήγηση που συνδέεται με την εκπαίδευση, δίνει χώρο σε αποκλεισμένες φωνές, ενισχύει τη συλλογική μνήμη και ανοίγει δρόμους κατανόησης και ανατροπής. Σε κάθε εποχή, η αφήγηση παραμένει ισχυρή και αναζητά νέους δρόμους για να ακουστεί, φέρνοντας τους ανθρώπους πιο κοντά μέσα από τη διάδραση, τη μνήμη και τη φαντασία.


Ανθή Θάνου: 
Ας το πιάσουμε από την αρχή …ποιος που και γιατί; Η πρόθεση, η διαρκής μελέτη, η αισθητική, η παιδαγωγική κατάρτιση, η αφηγηματική κατάρτιση, η λαογραφική μελέτη …είναι μερικά ζητήματα πάνω στην τέχνη της αφήγησης τα οποία αν δεν απαντηθούν θα κάνουμε μόνο κύκλους και βήμα παραπέρα.



Αμαλία Κανελλοπούλου: Ως εκ φύσεως αισιόδοξο άτομο το μέλλον το βλέπω αισιόδοξο. Όσο πιο πολύ αλλάζει ο κόσμος τόσο πιστεύω ότι οι άνθρωποι θα νιώθουν την ανάγκη να ενωθούν με τις ρίζες του, να βρουν κάποιες σταθερές αξίες. Τον ρόλο αυτό θα τον παίξουν οι ιστορίες που θα λέγονται. 



Κάτια Καντούρη: Είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Επανέρχεται πάλι το θέμα της επιλογής. Πώς μπορώ να είμαι δημιουργός με την σύμπραξη αυτής της νόησης. Επιλέγω να δω τις δυνατότητες που τώρα μόλις αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε. Αν μπορούμε ως ολογράμματα να βρισκόμαστε σε διαφορετικά φεστιβάλ μαζί ή αντί να υπάρχουν οδοιπορικά , να υπάρχει μέριμνα για επένδυση δημιουργίας ολογράμματος γιατί όχι; με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάποιος θα μας ψιθυρίζει κάτι στο αφτί, για να μας καθησυχάσει ή να μας παρακινήσει. Είναι στη φύση μας. Ίσως φτάσουμε και στο σημείο να μιλάμε την γλώσσα των πουλιών και των δέντρων, όπως μας λένε τα παραμύθια πως κάποτε ξέρανε τα είδη μεταξύ τους να μιλούν...

Μαρία Φαμιλίτου: Αισιόδοξα το βλέπω.Θεωρώ ότι θα παίξει σημαντικό ρόλο τόσο σε ατομικό-ψυχολογικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο σ΄ενα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο